- πολιτευομένων
- πολῑτευομένων , πολιτεύωto be a citizenpres part mp fem gen plπολῑτευομένων , πολιτεύωto be a citizenpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… … Dictionary of Greek
συνδοξάζω — ΜΑ (κυρίως σχετικά με τον θεό) απονέμω δόξα, δοξολογώ μαζί με άλλον («ὡς μὴ συνδοξαζομένου τοῡ Πνεύματος Πατρί», Επιφάν.) αρχ. 1. επιδοκιμάζω ή παραδέχομαι κάτι από κοινού με άλλον («νόμων... συνδεδοξασμένων ὑπὸ πάντων τῶν πολιτευομένων», Αριστοτ … Dictionary of Greek
Λίνκολν, Άμπραχαμ — (Abraham Lincoln, Χότζενσβιλ, Κεντάκι 1809 – Ουάσινγκτον 1865). Αμερικανός νομικός και πολιτικός, ο 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1861 65). Ο πατέρας του ήταν πιονέρος αγρότης, ο οποίος ζούσε από το κυνήγι και τα προϊόντα των χωραφιών που καλλιεργούσε ο … Dictionary of Greek